μόρρια

μόρρια
μόρρια, τά, Paus.8.18.5:—also [full] μούρρινα, Arr.Epict.3.9.21; [full] μορρίνη or [full] μουρρίνη, Peripl.M.Rubr.6, 48:—name of an Oriental material used for cups and vases, perh.
A agate; also a glass imitation, cf. Plin.HN36.198, 37.18.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μόρρια — και μορρία και μούρρινα, τά, ή μορρίνη και μουρρίνη, ἡ (Α) 1. πολύτιμη ύλη, είδος πορσελάνης από την οποία κατασκεύαζαν αγγεία, ποτήρια και φιάλες και την οποία έφερναν από την Ασία στη Ρώμη, πιθ. ο αχάτης 2. μίμηση γυαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • μόρρια — agate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”